στοιχειώματα

στοιχειώματα
στοιχείωμα
elementary
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοιχείωμα — τὸ, ΜΑ [στοιχειῶ] 1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία 2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.) 3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα τα σημεία τού ζωδιακού κύκλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”